βλαϐεραυγής

βλαϐερός

βλαϐερῶς
βλαϐερός, ά, όν [] nuisible, funeste, Hh. Merc. 36 dout. ; Hés. O. 363 ; Xén. Cyr. 8, 8, 7 ; etc. ||
Sup. -ώτατος, Plat. Phædr. 239b.
Étym. βλάπτω.