βλαίσωσις

βλακεία

βλακεύω
βλακεία, ας () [ᾱκ] mollesse, lâcheté, Xén. Cyr. 2, 2, 25 ; 7, 5, 38 ; Plat. Euthyd. 287e.
Étym. βλακεύω.