βλαισότης

βλαίσωσις

βλακεία
βλαίσωσις, εως ()
1 c. βλαισότης 1 Gal. 4, 353 ||
2 action de rétorquer les termes d’un dilemme en opposant des termes contraires, Arstt. Rhet. 2, 23, 15.
Étym. βλαισόομαι.