βλαστητικός

βλαστικός

βλαστοκοπέω-ῶ
βλαστικός, ή, όν :
1 c. le préc. Th. H.P. 3, 12, 8 ||
2 qui favorise la germination, Th. Od. 63 ; Geop. 9, 9, 3 ||
Cp. -ώτερος, Geop. 9, 9, 3 et 8.
Sup. -ώτατος, Th. C.P. 1, 13, 10.