βλαστικός

βλαστοκοπέω-ῶ

βλαστολογέω-ῶ
βλαστο·κοπέω-ῶ, f. ήσω, couper les jeunes pousses, Th. C.P. 5, 9, 13.
Étym. βλαστός, -κοπος de κόπτω.