βλαστοκοπέω-ῶ

βλαστολογέω-ῶ

βλαστολογία
βλαστο·λογέω-ῶ, f. ήσω, ébourgeonner, Th. C.P. 3, 16, 1.
Étym. βλαστός, -λογος de λέγω.