βλεφαρίς

βλεφαρῖτις

βλεφαροκάτοχος
βλεφαρῖτις, ιδος [ᾰῑῐδ] adj. f. βλ. τρίχες, P. Eg. 7, 225, poils des paupières, cils.
Étym. βλέφαρον.