Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βληχάομαι-ῶμαι
βληχάς
βληχέομαι-οῦμαι
βληχάς,
άδος,
adj. f.
qui bêle, bêlant,
Opp.
C.
1, 145
.
Étym.
βληχάομαι
.