Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βληχάς
βληχέομαι-οῦμαι
βληχή
βληχέομαι-οῦμαι
(
seul.
opt. prés. 3 pl.
βληχοῖντο
)
c.
βληχάομαι,
Thcr.
Idyl.
16, 92
.
Étym.
conj.
βληχῷντο
.