Βολϐυθίωτος

βολϐώδης

βολέω-ῶ
βολϐώδης, ης, ες, en forme d’oignon, bulbeux, Th. H.P. 7, 13, 9 ; Diosc. 2, 174.
Étym. βολϐός, -ωδης.