βοόκλεψ

βοοκλόπος

βοόκραιρος
βοο·κλόπος, ου (ὁ, ἡ) qui vole des bœufs, Orph. Arg. 1055 ; Nonn. D. 1, 337.
Étym. βοῦς, κλέπτω.