Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βοοκλόπος
βοόκραιρος
βοοκτασία
βοό·κραιρος,
ος, ον,
aux cornes de bœuf,
Nonn.
D.
13, 314
.
Étym.
βοῦς, κραῖρα
.