Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βότρυχος
βοτρυχώδης
βοτρυώδης
βοτρυχώδης,
ης, ες
[
ῠ
]
c.
βοστρυχώδης,
Eur.
Ph.
1485,
conj.
Étym.
βότρυχος, -ωδης
.