βοτρυοστέφανος

βοτρυοφορέω-ῶ

βοτρυοχαίτης
βοτρυο·φορέω-ῶ, f. ήσω, porter ou produire des grappes, Phil. 2, 54.
Étym. βότρυς, -φόρος de φέρω.