Βουκολιοί

βουκόλιον

βουκολίς
βουκόλιον, ου (τὸ)
1 troupeau de bœufs, Hdt. 1, 126 ||
2 adoucissement, soulagement (cf. βουκόλημα), Anth. 9, 150.
Étym. βουκόλος.