βουλήεις

βούλημα

βούλησις
βούλημα, ατος (τὸ)
1 dessein, intention, Plat. Leg. 769d, 802c ; Arstt. Nic. 2, 1, etc. ||
2 volonté exprimée, avis, vote, Pol. 6, 15, 4.
Étym. βούλομαι.