βούφαγος

βούφθαλμον

βουφονέω-ῶ
βούφθαλμον, ου (τὸ) œil de bœuf, plante, Diosc. 3, 156 (Cf. βοὸς ὄμμα, Anth. 4, 1, 52).
Étym. βοῦς, ὀφθαλμός.