βουπελάτης

βουπλανόκτιστος

βουπλάστας
βου·πλανό·κτιστος, ος, ον [] fondé au lieu marqué par une génisse errante, ép. de Troie, Lyc. 29 ; Apd. 3, 11.
Étym. βοῦς, πλάνη, κτίζω.