βρωμολόγος

βρῶμος

βρωμώδης
βρῶμος, ου () c. βρῶμα, Arat. 1021.
βρῶμος, ου () odeur infecte, Spt. Job 6, 7, etc. ; Gal. 2, 254f ; 7, 86b ; Diosc. 2, 116, etc. (Cf. βρωμάομαι 2).