Βραχμᾶνες

βράχος

βραχυϐάμων
βράχος, εος-ους (τὸ) [] seul. plur. βράχεα, p. contr. βράχη (forme byzantine créée d’après le plur. class. βραχέα, p. contr. βραχῆ, plur. neutre de βραχύς, Hdt. 2, 102 ; 4, 179 ; Thc. 2, 91 ; Pol. 1, 39, 3, etc.) bas-fonds, écueils.