βράχος

βραχυϐάμων

βραχύϐιος
βραχυ·ϐάμων, ων, ον, gén. -ονος [ᾰῠᾱ] qui marche à petits pas, Arstt. Physiogn. 6, 44.
Étym. βρ. βαίνω.