βραχυδάκτυλος

βραχύδρομος

βραχυέπεια
βραχύ·δρομος, ος, ον [] seul. sup. -ώτατος, qui ne fournit qu’une petite course, Xén. Cyn. 5, 21.
Étym. βρ. δραμεῖν.