Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βραχύδρομος
βραχυέπεια
βραχυκαταληκτέω-ῶ
βραχυ·έπεια,
ας
(
ἡ
) [
ᾰχ
]
lat.
brachyepia
, laconisme,
R. Lup.
2, 8
.
Étym.
βρ. ἔπος
.