βραχύϐωλος

βραχυγνώμων

βραχυδάκτυλος
βραχυ·γνώμων, ων, ον, gén. ονος, seul. cp. -ονέστερος, d’intelligence courte, Xén. Hipp. 4, 18.
Étym. βρ. γνώμη.