βραχυϐλαδής

βραχύϐωλος

βραχυγνώμων
βραχύ·ϐωλος, ος, ον [ᾰῠ] aux petites mottes de terre, c. à d. au sol maigre, Anth. 6, 238.
Étym. βρ. βῶλος.