βραχυπαραληκτέω-ῶ

βραχυπαραλήκτως

βραχυπνοέω-οῶ
βραχυ·παραλήκτως [ᾰῠᾰᾰ] adv. avec la pénultième brève, Gr. cor. p. 121.
Étym. βρ. παραλήγω.