βραχυόνειρος

βραχυπαραληκτέω-ῶ

βραχυπαραλήκτως
βραχυπαραληκτέω-ῶ [ᾰῠᾰᾰ] avoir la pénultième brève, Drac. p. 20.
Étym. v. le suiv.