βραχυπότος

βραχυπροπαραληκτέω-ῶ

βραχύπτερος
βραχυ·προ·παραληκτέω-ῶ [ᾰχ] avoir l’antépénultième brève, Drac. p. 22.
Étym. βρ. πρό, παραλήγω.