βραχυστελέχης

βραχύστομος

βραχυσυλλαϐία
βραχύ·στομος, ος, ον [] à bouche ou à ouverture étroite, en parl. de vases, Plut. M. 47e ; d’un port, Str. 641.
Étym. βρ. στόμα.