βραχύστομος

βραχυσυλλαϐία

βραχυσύλλαϐος
*βραχυσυλλαϐία, seul. ion. -ίη, ης () [ᾰῠσᾰ] petit nombre de syllabes, mot de peu de syllabes, Anth. 9, 566.
Étym. βραχυσύλλαϐος.