βραχυσυλλαϐία

βραχυσύλλαϐος

βραχυσύμϐολος
βραχυ·σύλλαϐος, ος, ον [ᾰῠσᾰ] formé de syllabes brèves, DH. Comp. p. 218 ; Lgn 41, 3.
Étym. βρ. συλλαϐή.