βραχύτης

βραχυτομέω-ῶ

βραχύτομος
βραχυτομέω-ῶ, f. ήσω [ᾰῠ] couper ou tailler court, Th. C.P. 3, 14, 2 ; Geop. 5, 32.
Étym. *βραχυτόμος, de βρ. τέμνω.