βραχυτομέω-ῶ

βραχύτομος

βραχυτονέω-ῶ
βραχύ·τομος, ος, ον [ᾰῠ] coupé ou taillé court, Th. C.P. 3, 2, 3.
Étym. βρ. τέμνω.