βραχύτονος

βραχυτράχηλος

βραχύυπνος
βραχυ·τράχηλος, ος, ον [ᾰῠᾰ] dont le cou est court, trapu, Plat. Phædr. 253e ; Arstt. H.A. 8, 12, 13 ||
Cp. -ότερος, DS. 2, 51.