βραχυτράχηλος

βραχύυπνος

βραχυφεγγίτης
βραχύ·υπνος, ος, ον [ᾰῠ] dont le sommeil est court, qui dort peu, Arstt. Somn. 1, 13 ; H.A. 4, 10, 3.
Étym. βρ. ὕπνος.