Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
βραδύκαρπος
βραδυκινησία
βραδυκίνητος
βραδυκινησία,
ας
(
ἡ
) [
ᾰῠῑ
] mouvement lent,
A. Quint.
p. 81
.
Étym.
βραδυκίνητος
.