βραδυκινησία

βραδυκίνητος

βραδυλαλέω-ῶ
βραδυ·κίνητος, ος, ον [ᾰῠῑ] qui se meut lentement, Gal. 5, 121 ; Polém. Adam. etc.
Étym. βρ. κινέω.