βραδύνω

βραδυπειθής

βραδυπεπτέω-ῶ
βραδυ·πειθής, ής, ές [ᾰῠ] lent à se laisser persuader, lent à obéir, Anth. 5, 287 ; Nonn. D. 4, 313.
Étym. βρ. πείθω.