βραδυπειθής

βραδυπεπτέω-ῶ

βραδυπεψία
βραδυ·πεπτέω-ῶ [ᾰῠ] (seul. prés.) digérer lentement ou difficilement, Diosc. 5, 49 ; Antyll. P. Eg.
Étym. βρ. πεπτός.