βρωματομιξαπάτη

βρωματώδης

βρώμη
βρωματώδης, ης, ες [] infect, puant, Xénocr. Al. 20 ; Diosc. 4, 147 (βρῶμα = βρῶμος 2, -ωδης ; cf. βρωμώδης).