χαιρεκακέω-ῶ

χαιρεκακία

Χαιρεκράτης
χαιρε·κακία, ας () [κᾰ] action d’aimer le mal, Arstt. M. mor. 1, 28, 1 ; Andr. rhod. περὶ παθῶν, p. 744.
Étym. χ. κακός.