Bailly.app
Signets
Paramètres
À propos
χαλίκρατος
χαλικρός
χαλικώδης
χαλικρός,
ά, όν
[
ᾰ
]
seul. cp.
χαλικρότερος, α, ον
[
ᾰ
]
c. les préc.
Nic.
Al.
59, 626
.