χαρακίτης

χαρακοϐολία

χαρακοποιέομαι-οῦμαι
χαρακο·ϐολία, ας () [ᾰρᾰ] installation d’une palissade, Spt. Ezech. 17, 17.
Étym. χάραξ, βάλλω.