χαρακοϐολία

χαρακοποιέομαι-οῦμαι

χαρακοποιΐα
χαρακοποιέομαι-οῦμαι [ᾰᾰ] se construire une palissade, un retranchement, App. Civ. 5, 110.
Étym. χάραξ, ποιέω.