χαρακοποιέομαι-οῦμαι

χαρακοποιΐα

χαρακόω-ῶ
χαρακοποιΐα, ας () [ᾰρᾰ] construction d’une palissade, d’un retranchement, Pol. 6, 34, 1.
Étym. cf. le préc.