χαράκτης

χαρακτός

χαράκωμα
χαρακτός, ή, όν [χᾰ] entaillé : particul. en parl. d’une scie, d’une lime, dentelé, Hpc. V.C. 912 ; Anth. 6, 205.
Étym. χαράσσω.