χαριτοϐλέφαρος

χαριτογλωσσέω

χαριτοδότης
χαριτο·γλωσσέω, att. χαριτογλωττέω-ῶ [ᾰῐ] faire le gracieux ou l’aimable en paroles, Eschl. Pr. 294 ; Ath. 164b.
Étym. χ. γλῶσσα.