Χάρμος

χαρμοσύνη

χαρμόσυνος
χαρμοσύνη, ης () [] c. χαρμονή, Orph. H. 59, 4 ; Plut. M. 1202a ; Spt. 1 Reg. 18, 6 ; Jer. 33, 10.