χειμασία

χειμασκέω-ῶ

χείμαστρον
χειμ·ασκέω-ῶ, s’exercer durant l’hiver, Pol. 3, 70, 4 ; Arr. Epict. 1, 2, 32.
Étym. χεῖμα, ἀ.