χειρουργέω-ῶ

χειρούργημα

χειρουργία
χειρούργημα, ατος (τὸ)
1 travail manuel, Plat. Gorg. 450b ||
2 ouvrage fait de main d’homme, DH. Pomp. 1, 7.
Étym. χειρουργέω.